ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Aναπτύσσοντας ένα παγκόσμιο καθεστώς προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην εποχή της μαζικής παρακολούθησης: τέσσερις βασικές αρχές

Πύργοι, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο. Wikicommons / sprklg

Ο πολλαπλασιασμός των πρακτικών μαζικής παρακολούθησης τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει μια σειρά από σκληρές προκλήσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες, κυρίως για το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (right to privacy βλ. “Άρθρο 12. Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψης του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους.”, The Universal Declaration of Human Rights/ Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Αυτές οι προκλήσεις έχουν επιδεινωθεί από τη σημαντική ποικιλομορφία που υπάρχει στη νομική και συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής σε όλο τον κόσμο, με τα κράτη που ασκούν εκτεταμένες δραστηριότητες παρακολούθησης (όπως οι ΗΠΑ, καθώς έτσι αποδεικνύεται από τις αποκαλύψεις του Snowden) να παρέχουν ένα κατακερματισμένο και περιορισμένο συνταγματικό πλαίσιο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ιδίως όσον αφορά τους μη-πολίτες τους.

Ταυτόχρονα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής που πλαισιώνεται αυστηρά από την εθνική/εδαφική προοπτική είναι όλο και περισσότερο ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση της παρακολούθησης, όπως αποδεικνύεται από τον πολλαπλασιασμό των εκτός της επικράτειας πρακτικών παρακολούθησης, από τα κράτη. Εν όψει αυτών των προκλήσεων και των κενών στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θέλω να υποστηρίξω εδώ ότι η ανάπτυξη ενός παγκόσμιου καθεστώτος προστασίας της ιδιωτικής ζωής θα πρέπει τώρα να είναι μια επείγουσα προτεραιότητα για την παγκόσμια κοινότητα.

Υπάρχουν τέσσερις βασικές αρχές που στηρίζουν ένα τέτοιο παγκόσμιο καθεστώς προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Οι αρχές αυτές εμπνέονται από την τρέχουσα κατάσταση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (European Union) και στο Συμβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe , όπως αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Court of Justice of the European Union  και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights

Η Ευρώπη είναι σήμερα ο ηγετικός παράγοντας στον τομέα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, με τους νομοθέτες -και ιδίως με τα δικαστήρια- να αντιμετωπίζουν κατά μέτωπον τις προκλήσεις πάνω στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που θέτει η δράση της εκτελεστικής εξουσίας που επιτρέπει μαζική παρακολούθηση.

Τέσσερις βασικές αρχές

– Πρώτον, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή πρέπει να ισχύει για όλους, για όλα τα άτομα, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.

Η επέκταση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής σε όλους θα χρησιμεύσει για να τοποθετηθούν λογικά όρια στην ξένη παρακολούθηση και να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της αντιμετώπισης των παγκόσμιων και εκτός επικράτειας συστημάτων παρακολούθησης με τους εδαφικούς νόμους.

– Δεύτερον, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να στοχεύει και να περιορίζει την ίδια την συλλογή των δεδομένων αυτών και την αποθήκευση και την μεταφορά τους.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τη συλλογή των καθημερινών προσωπικών δεδομένων που προέρχονται από νόμιμες πράξεις, όπως η κράτηση μιας πτήσης, η αποστολή ενός τραπεζικού εμβάσματος ή ενός τηλεφωνήματος. Μια ευρεία σύλληψη και άρθρωση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, η οποία θα περιλαμβάνει, αλλά δεν θα περιορίζεται από το δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων, είναι το κλειδί σε αυτό το πλαίσιο.

– Τρίτον, ένα παγκόσμιο καθεστώς προστασίας της ιδιωτικής ζωής πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικά ένδικα μέσα και ουσιαστικές διαδρομές επανόρθωσης για τα άτομα που ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται από δραστηριότητες παρακολούθησης.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Schrems (Schrems v. Data Protection Commissioner ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Zakharov (Roman Zakharov v. Russia, και τα δυο δικαστήρια ευαγγελίζονται προσεγγίσεις που επιτρέπουν την διεκδίκηση θέσης  (νομικής βάσης) και την χορηγία θεραπείας (remedy) σε άτομα που δεν μπορούν να αποδείξουν κατ’ ανάγκην ότι έχουν επηρεαστεί μεμονωμένα από την παρακολούθηση, αλλά που εκτρέφουν την προοπτική του κινδύνου της παραβίασης του δικαιώματος για την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής λόγω της παρακολούθησης. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός ελάχιστου προτύπου προσέγγισης διεκδίκησης θέσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

– Τέταρτον, η δημιουργία εθνικών ανεξάρτητων εποπτικών αρχών προστασίας της ιδιωτικής ζωής θα πρέπει να ξεδιπλωθεί σε όλη την υδρόγειο.

Το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άξιο να το μιμηθούμε εδώ, καθώς μια ανεξάρτητη εποπτεία που παρέχει μια αυστηρή διαδρομή ελέγχου της συμμόρφωσης από την εκτελεστική εξουσία και ο νομοθέτης με τις βασικές διατάξεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής, που ενισχύουν το δικαίωμα για την άσκηση αποτελεσματικών ένδικων μέσων, παρέχουν μια διαδρομή για τα πληγέντα άτομα, ώστε αυτά να φέρνουν τις καταγγελίες παραβίασης της ιδιωτικής τους ζωής ενώπιον ανεξάρτητων εποπτικών αρχών με ανεξάρτητες ερευνητικές και λήψης αποφάσεων εξουσίες.

Το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άξιο να το μιμηθούμε εδώ

Τυπικές και άτυπες διαδρομές διασυνοριακής και διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ανεξάρτητων αρχών μπορούν επίσης να διερευνηθούν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της διασυνοριακής, εκτός επικράτειας και όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένης, παρακολούθησης. Αυτές οι τέσσερις αρχές, οι οποίες θα αναπτυχθούν περαιτέρω στη συνέχεια, θα αποτελέσουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη πιο λεπτομερών κανόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά η τήρησή τους έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο καθεστώς προστασίας της ιδιωτικής ζωής, διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής και υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικαίου, σε ένα ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο πεδίο ισότιμου ανταγωνισμού.

Αρχή 1: Όλοι πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή

Σε σύγκριση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρέχουν ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας ratione personae, δηλ. την απάντηση στο ερώτημα του ποιος έχει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Τα δύο βασικά μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του συνταγματικού δικαίου της ΕΕ στον τομέα αυτό -η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ΕΣΔΑ  (European Convention on Human Rights) και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΧτΘΔ  (European Union Charter of Fundamental Rights)- επεκτείνουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (και, στην περίπτωση του Χάρτη, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων), σε όλους, χωρίς να περιορίζουν την προστασία μόνο προς τους πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, άρθρα 7 και 8 του ΧτΘΔ):

ΕΣΔΑ Άρθρο 8, Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής
1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

ΧτΘΔ, Άρθρο 7 – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του.
Άρθρο 8 – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.
2. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους.
3. Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.

Αυτή η προσέγγιση για την προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι σημαντική, δεδομένου ότι δημιουργεί ισότητα και ίσους όρους όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και των αλλοδαπών και βοηθά στην κάλυψη των κενών στην προστασία που απορρέει ιδίως από τις εκτός επικράτειας πρακτικές παρακολούθησης που τα κράτη μπορεί να χρησιμοποιήσουν.

Αρχή 2: Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή πρέπει να οριστεί ευρέως

Ο δεύτερος τομέας στον οποίο το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχει ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής ζωής από ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, περιλαμβάνει την ουσία και το περιεχόμενο του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Digital Rights Ireland http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-293/12  δείχνει σαφώς ότι η μαζική, γενικευμένη παρακολούθηση είναι παράνομη βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει την δοκιμασία των τριών σταδίων αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο: Το Δικαστήριο αξιολόγησε τις παρεμβολές της μαζικής παρακολούθησης πάνω στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, την αναγκαιότητά της σε μια δημοκρατική κοινωνία και της αναλογικότητας της ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Digital Rights Ireland καταδεικνύει σαφώς ότι η μαζική, γενικευμένη παρακολούθηση είναι παράνομη βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η μαζική παρακολούθηση δεν περνάει την δοκιμασία της αναλογικότητας (proportionality test . Η αναλογικότητα σε αυτό το πλαίσιο παρέχει μια ισχυρότερη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής από ότι η “εύλογη” προϋπόθεση της Τέταρτης Τροποποίησης του Συντάγματος των ΗΠΑ. Η θεσμοθέτηση ειδικών συνταγματικών δικαιωμάτων για την ιδιωτική ζωή (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και άρθρα 7 και 8 του ΧτΘΔ) συμβάλλει περαιτέρω στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου ουσιαστικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Schrems, τα σαφή όρια που θέτει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την μαζική παρακολούθηση και του προκύπτοντος υψηλού επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απαιτείται να εφαρμοστούν και εκτός της επικράτειας όταν τα προσωπικά δεδομένα μεταφέρονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε τρίτες χώρες.

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή εδώ, χρησιμεύει για τον περιορισμό όχι μόνο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (κάτι που είναι ένα βασικό αποτέλεσμα της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων), αλλά επίσης, σε προγενέστερο στάδιο, την ίδια την συλλογή των δεδομένων αυτών για τους σκοπούς της παρακολούθησης.

Επιπλέον, σε μια μακρά σειρά νομολογίας σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων, τα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια στην Ευρώπη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουν συνδέσει την προστασία της ιδιωτικής ζωής εναντίον της μαζικής παρακολούθησης, με την προάσπιση του κράτους δικαίου και τη διατήρηση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και του κράτους  Αυτή η δημοκρατική διάσταση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή πρέπει να ληφθεί υπόψη και να χρησιμεύσει ως ένα όριο στις πρακτικές της μαζικής παρακολούθησης.

Αρχή 3: Ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής

Ο τρίτος τομέας όπου το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ΕΣΔΑ προβλέπει υψηλό επίπεδο προστασίας, περιλαμβάνει την παροχή των διορθωτικών μέτρων και των διαδρομών δικαστικής προσφυγής για τα άτομα των οποίων το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής έχει επηρεαστεί. Στην περίπτωση της υπόθεσης Schrems, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέστησε δυνατό για τα άτομα που ισχυρίζονται ότι ενδέχεται να επηρεαστούν από την μαζική παρακολούθηση (στην περίπτωση της υπόθεσης Schrems με την ανησυχία του συνδρομητή στο Facebook σχετικά με την πιθανή πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα από τις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ) να τους παρέχεται η δυνατότητα μιας προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια εκτενής προσέγγιση αυτής της θέσης έχει επίσης εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Zakharov, το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το απόρρητο των μέτρων παρακολούθησης δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά αδιαμφισβήτητα και έξω από την εποπτεία των εθνικών δικαστικών αρχών και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

παρ. 171. … Αναλόγως, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο αιτών μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι θύμα μιας παραβίασης που προκλήθηκε από την απλή ύπαρξη μυστικών μέτρων παρακολούθησης ή νομοθεσίας που επιτρέπει μυστικά μέτρα παρακολούθησης, εάν εκπληρώνονται οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας που επιτρέπει τα μυστικά μέτρα παρακολούθησης εξετάζοντας αν ο αιτών μπορεί ενδεχομένως να επηρεαστεί από αυτό, είτε γιατί αυτός ή αυτή ανήκει σε μια ομάδα προσώπων που καλύπτονται από την επίδικη νομοθεσία ή επειδή η νομοθεσία άμεσα επηρεάζει όλους τους χρήστες των υπηρεσιών επικοινωνίας με τη θέσπιση ενός συστήματος όπου από κάθε άτομο μπορεί να υποκλαπούν οι επικοινωνίες που έχει. Δεύτερον, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη τη διαθεσιμότητα των διορθωτικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και θα προσαρμόσει το βαθμό ελέγχου, ανάλογα με την αποτελεσματικότητα αυτών των μέσων… όπου το εγχώριο σύστημα δεν παρέχει μια αποτελεσματική θεραπεία για το πρόσωπο που υποψιάζεται ότι αυτός ή αυτή υποβλήθηκε σε μυστική παρακολούθηση, η εκτεταμένη καχυποψία και ανησυχία στο ευρύ κοινό ότι οι μυστικές δυνάμεις παρακολούθησης τελούν κατάχρηση, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι αδικαιολόγητη… Σε αυτές τις συνθήκες, μπορεί να γίνει επίκληση ότι η απειλή παρακολούθησης από μόνη της περιορίζει την ελεύθερη επικοινωνία μέσω ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, συνεπώς, αποτελεί για όλους τους χρήστες ή τους δυνητικούς χρήστες μια άμεση παρέμβαση με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8. Υπάρχει επομένως μια μεγαλύτερη ανάγκη για έλεγχο από το Δικαστήριο και την εξαίρεση από τον κανόνα, ο οποίος αρνείται στους ιδιώτες το δικαίωμα να αμφισβητήσουν ένα νόμο in abstracto, να είναι δικαιολογημένη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο δεν χρειάζεται να αποδείξει την ύπαρξη οποιουδήποτε κινδύνου μυστικής παρακολούθησης που εφαρμόστηκε σ’ αυτόν. Αντίθετα, αν το εθνικό σύστημα προβλέπει αποτελεσματικά ένδικα μέσα, μια ευρέως διαδεδομένη υποψία κακοποίησης είναι πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι θύμα μιας παραβίασης που προκλήθηκε από την απλή ύπαρξη μυστικών μέτρων ή νομοθεσίας που επιτρέπει μυστικά μέτρα, μόνο αν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λόγω της προσωπικής του κατάστασης, είναι δυνατόν να εκτεθεί σε κίνδυνο να υποβληθεί σε τέτοια μέτρα.

Στην υπόθεση Zakharov, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει παράσχει μια σημαντική διαδρομή προς την προάσπιση του δικαιώματος σε αποτελεσματική θεραπεία σε σχέση με τις παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής που προκύπτουν από το κράτος παρακολούθησης. Επέτρεψε την θέση όπου οι αιτούντες μπορεί να προκαλέσουν την ίδια την ύπαρξη των μυστικών μέτρων παρακολούθησης, με τα άτομα να μην χρειάζεται να αποδείξουν την ύπαρξη οποιουδήποτε κινδύνου από μέτρα παρακολούθησης που εφαρμόστηκαν σε αυτά, εάν τα εθνικά συστήματα δεν παρέχουν μια αποτελεσματική θεραπεία για τα άτομα στο να αμφισβητήσουν την εν λόγω παρακολούθηση.

Η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι σε πλήρη αντίθεση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίπτωση του Clapper (Clapper, Director of National Intelligence, et al. v. Amnesty International USA et al., 568 U.S. (2013) ), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την θέση του ισχυρισμού των ερωτηθέντων με βάση τον ισχυρισμό ότι έχουν υποστεί ζημία, η οποία βασίζεται στο Section 702 του νόμου Foreign Intelligence Surveillance Act of 1978  (FISA, 50 U.S.C. para.1881a), διότι δεν υπάρχει μια αντικειμενικά εύλογη πιθανότητα ότι η επικοινωνία τους με τις ξένες επαφές τους υποκλέπτεται κάτω από την para.1881a σε κάποιο σημείο, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί των ερωτηθέντων είναι πολύ υποθετικοί.

Αρχή 4: Η απαίτηση της ανεξάρτητης εποπτείας

Η απόλαυση του δικαιώματος σε μια πραγματική προσφυγή συνδέεται στενά με το τέταρτο πεδίο όπου το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχει υψηλό επίπεδο συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με το δίκαιο των ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στον τομέα της ανεξάρτητης εποπτείας της ιδιωτικής ζωής.

Η ανεξάρτητη εποπτεία  όσον αφορά την νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων είναι στέρεα κατοχυρωμένη στο συνταγματικό δίκαιο της ΕΕ, μετά τη Λισαβόνα, τόσο στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΣΛΕΕ  (Treaty on the Functioning of the European Union, TFEU) όσο και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (άρθρα 16 της ΣΛΕΕ και 8(2) του Χάρτη αντίστοιχα). (Βλ. Hielke Hijmans

Πρόκειται για μια συνταγματική απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κατέχει εξέχουσα θέση στις διατλαντικές διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ισότιμων όρων προστασίας, καθώς στις ΗΠΑ έχει φανεί ότι δεν παρέχει ισοδύναμο επίπεδο ανεξάρτητης εποπτείας.

Η ανεξάρτητη εποπτεία έχει διπλό ρόλο. Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αυστηρή και ανεξάρτητη εξέταση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με την συνταγματική και δευτερογενή νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων. Ωστόσο, είναι επίσης μια διαδρομή -μέσω των εξουσιών των ανεξάρτητων αρχών  για τη διερεύνηση ατομικών καταγγελιών που αφορούν παραβάσεις της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων- για την παροχή αποτελεσματικής προσφυγής για τα άτομα των οποίων το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής έχει επηρεαστεί αρνητικά.

Αυτός ο διπλός ρόλος των ανεξάρτητων εποπτικών αρχών για την εξασφάλιση μιας ουσιαστικής και υψηλού επιπέδου προστασίας, έχει επιβεβαιωθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπόθεση Schrems. Εκεί, το Δικαστήριο τόνισε τις αρμοδιότητες των ανεξάρτητων αρχών στο να επανεξετάζουν την ουσία των ατομικών καταγγελιών, ακόμη και στην ύπαρξη μιας γενικής απόφασης εικάζεται ότι το επίπεδο προστασίας των δεδομένων σε μια τρίτη χώρα (εν προκειμένω στις ΗΠΑ) είναι “επαρκής”, με το Δικαστήριο να συνδέει την επανεξέταση αυτή με την υπεράσπιση του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παράγραφοι 38 έως 66, και ειδικότερα οι παράγραφοι 58-60 στην απόφαση για την υπόθεση Schrems

Η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης αρχής σε εθνικό επίπεδο… έχει, ως εκ τούτου σε αυτή την περίπτωση, αποδειχθεί απαραίτητη για να ακουστεί η φωνή αυτών των ατόμων και για την παροχή διορθωτικών μέτρων τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ταυτόχρονα, η ίδια η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης αρχής σε εθνικό επίπεδο παράσχει αποτελεσματικά στον καταγγέλλοντα με το κύρος και την αποτελεσματικότητα προσφυγής σε εθνικό και σε Ενωσιακό επίπεδο: ο κ. Schrems διαμαρτυρήθηκε για την ενδεχόμενη κακή χρήση των προσωπικών δεδομένων στο Facebook στις ΗΠΑ στην ιρλανδική ανεξάρτητη εποπτική αρχή, στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων. Μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τον Επίτροπο, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του Επιτρόπου ενώπιον του High Court της Ιρλανδίας, το οποίο στη συνέχεια αποφάσισε να στείλει το ερώτημα υπό τη μορφή της προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης -δίνοντας έτσι επιπλέον βάρος στην απόφαση της υπόθεσης Schrems.

Η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης αρχής σε εθνικό επίπεδο, όπου τα άτομα μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με τις πιθανές παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, έχει ως εκ τούτου σε αυτή την περίπτωση αποδειχθεί απαραίτητη για να ακουστεί η φωνή αυτών των ατόμων και για την παροχή διορθωτικών μέτρων τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ενέργεια ενός μεμονωμένου πολίτη στην υπόθεση Schrems, καταθέτοντας μια γενική αξίωση ενώπιον μιας ανεξάρτητης αρχής (απαίτηση που, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Clapper, είναι πολύ πιθανό να θεωρηθεί ως “κερδοσκοπική”), έχει οδηγήσει σε μια απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει δημιουργήσει ένα πολύ υψηλό σημείο αναφοράς για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε διατλαντικό επίπεδο.

——————–

Αυτό το άρθρο δημοσιεύεται κάτω από μια άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial 4.0 International licence

Πηγή άρθρου:  openDemocracy Developing a global privacy regime in the age of mass surveillance: four key principles ”, Valsamis Mitsilegas , 8 February 2016)

Μετάφραση  http://waves.pirateparty.gr

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ο Valsamis Mitsilegas είναι Professor of European Criminal Law, Director του Criminal Justice Centre και Head of the Department of Law στο Queen Mary University του Λονδίνου. Έχει δημοσιεύσει ευρέως στους τομείς της ασφάλειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της παρακολούθησης και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου, της μετανάστευσης, του ασύλου και των συνόρων και πάνω στις νομικές και πολιτικές απαντήσεις στο διεθνικό έγκλημα και τρομοκρατία. Είναι τακτικός σύμβουλος σε κυβερνήσεις, κοινοβούλια, θεσμικά όργανα της ΕΕ και σε ΜΚΟ και σήμερα είναι μέλος της ομάδας εμπειρογνωμόνων του European Commission’s Expert Group on European Criminal Policy. Στις τελευταίες μονογραφίες του περιλαμβάνονται, The Criminalisation of Migration in Europe (Springer, 2015) και EU Criminal Law After Lisbon: Rights, Trust and the Transformation of Justice in Europe (Hart/Bloomsbury, forthcoming, May 2016).

Leave a Comment