Του Λευτέρη Χελιουδάκη
Στις 22 Ιουλίου η EDRi, μαζί με άλλες 29 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών από διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς την εκλεγμένη Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, και τον Πρώτο Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Frans Timmermans.
Με την επιστολή αυτή ζητάμε να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία περί διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στα Κράτη Μέλη της ΕΕ θα ευθυγραμμιστεί επιτέλους με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Με τον όρο «μεταδεδομένα» ορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα, τα οποία υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίου δικτύου επικοινωνιών. Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη, τον αριθμό τηλεφώνου του καλούντος και τον αριθμό του καλουμένου, τη διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, τον τερματικό εξοπλισμού του συνδρομητή ή και χρήστη, την ημερομηνία και ώρα έναρξης/λήξης καθώς και τη διάρκεια της επικοινωνίας, τον όγκο των διαβιβασθέντων δεδομένων, πληροφορίες σχετικά με το πρωτόκολλο, τη μορφοποίηση και τη δρομολόγηση της επικοινωνίας, το δίκτυο από το οποίο προέρχεται ή στο οποίο καταλήγει η επικοινωνία, και τα δεδομένα που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, διαπίστωσης της ταυτότητας του προσώπου με το οποίο ο συνδρομητής ή ο εγγεγραμμένος χρήστης επικοινώνησε, του μέσου με το οποίο έγινε η επικοινωνία, καθώς και τη δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου της επικοινωνίας και της γεωγραφικής θέσης από την οποία έλαβε χώρα η επικοινωνία αυτή. Επιπλέον, τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί η συχνότητα των επικοινωνιών του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη με συγκεκριμένα πρόσωπα σε δεδομένη χρονική περίοδο.
Με απλά λόγια τα μεταδεδομένα επιτρέπουν να διαπιστωθεί ποιος μίλησε με ποιον, μέσω ποιων συσκευών, πότε, για πόση διάρκεια, καθώς και πού κατά προσέγγιση βρίσκονταν αυτοί οι χρήστες κατά τη συνομιλία τους. Επομένως, τα μεταδεδομένα δεν αφορούν το περιεχόμενο της επικοινωνίας αλλά όλα τα άλλα συνοδευτικά στοιχεία αυτής.
Αιτία της επιστολής αυτής στάθηκε το έγγραφο που δημοσίευσε στις αρχές Ιουνίου το Συμβούλιο της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτό, το Συμβούλιο συμπεραίνει πως η διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την αποδοτική διερεύνηση εγκλημάτων, και καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διεξάγει έρευνα σχετικά με πιθανές λύσεις για την διατήρηση δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης μίας μελλοντικής ενωσιακής νομοθετικής πρωτοβουλίας στον τομέα αυτό.
Με αφορμή την επιστολή αυτή, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να αναλογιστούμε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ΕΕ και στη χώρα μας.
Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες και Ενωσιακό Δίκαιο: Ένα σύντομο ιστορικό για το πώς φτάσαμε στην Οδηγία 2006/24/ΕΚ
Πίσω στο μακρινό 1997, η Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά επιχείρησε μέσω της Οδηγίας 97/66/EK περί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στις τηλεπικοινωνίες (γνωστή και ως Οδηγία ISDN) να ρυθμίσει το συγκεκριμένο τομέα. Η Οδηγία συμπλήρωνε τις διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (της μαμάς του GDPR) και παρείχε για πρώτη φορά σημαντικές λεπτομέρειες αναφορικά με την απαλοιφή των δεδομένων κίνησης και χρέωσης των συνδρομητών.
Ωστόσο, οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου οδήγησαν και στην τροποποίηση της Οδηγίας 97/66/EK.
Συγκεκριμένα, το 2002 η Οδηγία 2002/58/ΕΚ (ευρέως γνωστή ως ePrivacy Directive) ήρθε για να προσφέρει ένα ευρύτερο πλαίσιο προστασίας αναφορικά με ζητήματα που αφορούσαν την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα κατά τη χρήση των τηλεπικοινωνιών. Μάλιστα το τότε Άρθρο 15 αυτής (πριν η Οδηγία τροποποιηθεί το 2009) έθεσε τις βάσεις για εθνικά νοµοθετικά µέτρα που θα προέβλεπαν τη φύλαξη μεταδεδοµένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για ορισµένο χρονικό διάστηµα προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί σχετικοί με τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άµυνας, της δηµόσιας ασφάλειας, και την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικηµάτων.
Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει και η οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών «Statewatch», την περίοδο εκείνη υπήρξε άμεση επιρροή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2001, λίγο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Η.Π.Α., ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α. κ. George Bush Jr είχε αποστείλει επιστολή στον τότε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Romano Prodi με την οποία του κοινοποιούσε μια λίστα με προτεινόμενες δράσεις, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να υιοθετήσει προκειμένου να σταθεί αρωγός στις προσπάθειες των Η.Π.Α. για πάταξη της τρομοκρατίας.
Μία από αυτές τις προτεινόμενες δράσεις ήταν και η αναθεώρηση των τότε υφιστάμενων σχεδίων οδηγιών που προέβλεπαν την υποχρεωτική καταστροφή των μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προκειμένου να επιτρέπεται η διατήρησή τους για ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Τον Ιούνιο του 2004, λίγο μετά τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του Μαρτίου του ίδιου έτους στη Μαδρίτη, το Συμβούλιο της ΕΕ με το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για την πάταξη της τρομοκρατίας (ενότητα 3.1.10) τάχθηκε επίσημα, για πρώτη φορά, υπέρ της πρότασης της Γαλλίας, Ιρλανδίας, Σουηδίας, και του Ην. Βασιλείου για μία νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως καταληκτική ημερομηνία για την υιοθέτηση του εν λόγω νομικού πλαισίου τέθηκε ο Ιούνιος του 2005.
Δυστυχώς, μία νέα τρομοκρατική βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2005. Το Συμβούλιο της ΕΕ με δελτίο τύπου του εκείνες τις ημέρες τόνισε τη σημασία της υιοθέτησης του νομικού πλαισίου για τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επίπεδο ΕΕ. Δύο μήνες μετά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την πρόταση νομοθεσίας για μία ευρωπαϊκή οδηγία – αυτή τη φορά – στον τομέα της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τελικά, το Μάρτιο του 2006, υιοθετήθηκε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ για την διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Πολλά έχουν γραφτεί για εκείνη την περίοδο αναφορικά με την έλλειψη ενδελεχούς έρευνας από την πλευρά της ΕΕ σχετικά με την προστιθέμενη αξία της εν λόγω νομοθεσίας στον αγώνα για τη πάταξη της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας, καθώς και τις πιέσεις που έλαβαν χώρα σε ενωσιακό επίπεδο από εθνικούς φορείς. Πολλοί έφτασαν να χαρακτηρίσουν το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ξεπλύματος πολιτικής» (policy laundering = νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες επειδή αδυνατούν να υιοθετηθούν αρχικά σε εθνικό επίπεδο, προωθούνται και υιοθετούνται τελικά σε δεύτερο χρόνο μέσω της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ).
Στο παρόν άρθρο δεν θα εστιάσουμε σε αυτά τα ζητήματα, ωστόσο για όσους ενδιαφέρονται η Statewatch έχει δημοσιεύσει μία έρευνα με το πλήρες ιστορικό της περιόδου, η οποία περιέχει πληθώρα σχετικών πηγών.
Πώς η Οδηγία 2006/24/ΕΚ κρίθηκε ανίσχυρη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Οι διατάξεις της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ έθεταν σοβαρά ζητήματα αναφορικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των κατοίκων της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η διατήρηση των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ήταν υποχρεωτική για κάθε κάτοικο της ΕΕ, χωρίς η συμπεριφορά του να συνδέεται, έστω και με τρόπο έμμεσο ή απομακρυσμένο, με κάποια σοβαρή παράβαση. Δεν υπήρχε δε καμία εξαίρεση ακόμη και σε πρόσωπα των οποίων οι επικοινωνίες καλύπτονταν, βάσει εθνικών κανόνων δικαίου, από το επαγγελματικό απόρρητο. Επιπλέον, η διάρκεια της διατήρησης κυμαινόταν μεταξύ 6 μηνών τουλάχιστον και 24 μηνών, κατά μέγιστο όριο, χωρίς να διευκρινίζεται ότι ο καθορισμός της διάρκειας διατήρησης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρηση περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό.
Ακόμη, οι διατάξεις της Οδηγίας δεν προέβλεπαν κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού των προσώπων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση και η εν συνεχεία χρήση των διατηρούμενων μεταδεδομένων. Το κυριότερο είναι ότι η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εξαρτιόταν από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και κατόπιν απόφασης που θα περιόριζε την πρόσβαση στα μεταδεδομένα και την χρήση τους στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός στο πλαίσιο των διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη σοβαρών εγκλημάτων. Ούτε βέβαια προβλεπόταν ότι τα κράτη μέλη είχαν τη συγκεκριμένη υποχρέωση να προβαίνουν σε τέτοιου είδους οριοθετήσεις.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η διατήρηση των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρείχε τη δυνατότητα εξαγωγής ιδιαιτέρως ακριβών συμπερασμάτων σε σχέση με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα είχαν διατηρηθεί, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή οι προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία τα πρόσωπα αυτά συχνάζουν.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, η ιρλανδική οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών Digital Rights Ireland, η οποία υπογράφει και την επιστολή στην αρχή του παρόντος άρθρου, αποφάσισε να αμφισβητήσει την συμβατότητα της Οδηγίας με τις διατάξεις του Χάρτη και κίνησε διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τον Ιούνιο του 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας να αποστείλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το ΔΕΕ για μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων. Η αίτηση αυτή ενώθηκε αργότερα με αντίστοιχη αίτηση που απέστειλε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στο ΔΕΕ το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας (υπόθεση Kärntner Landesregierung κ.λπ., αργότερα Seitlinger κ.πλ.).
Μετά από την συζήτηση των υποθέσεων τον Ιούλιο του 2013, η απόφαση για τις δύο αυτές συνεκδικαζόμενες αποφάσεις ήρθε τον Απρίλιο του 2014. Σε αυτή την απόφαση το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Οδηγία 2006/24/ΕΚ είναι ανίσχυρη, καθώς ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των Άρθρων 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι διατάξεις της Οδηγίας θέσπιζαν ένα γενικό καθεστώς διατήρησης των δεδομένων σχετικά με επικοινωνίες το οποίο προσέβαλε τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη της ΕΕ (προστασία ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, προστασία προσωπικών δεδομένων). Η Οδηγία συνεπαγόταν μια τεράστιας έκτασης και ιδιαιτέρως μεγάλης βαρύτητας επέμβαση σε αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα χωρίς η επέμβαση αυτή να οριοθετείται επακριβώς μέσω διατάξεων δυνάμενων να διασφαλίσουν ότι πράγματι περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό.
Τέλος, οι διατάξεις της δεν επέβαλαν τη διατήρηση των εν λόγω δεδομένων εντός των εδαφικών ορίων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι διασφάλιζαν πλήρως τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, ο οποίος ρητώς απαιτείται από το Άρθρο 8 του Χάρτη, και ο οποίος συνιστά ουσιώδες στοιχείο του σεβασμού της προστασίας των προσώπων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Τι συνέβη σε επίπεδο Ελλάδας και ΕΕ μετά την κήρυξη της Οδηγίας ως ανίσχυρης;
Μετά τη κήρυξη της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ ως ανίσχυρης από το ΔΕΕ, τα Κράτη Μέλη της ΕΕ εξακολουθούσαν να έχουν σε ισχύ τις εθνικές τους νομοθεσίες με τις οποίες είχαν μεταφέρει τις διατάξεις της Οδηγίας στην εθνική τους έννομη τάξη.
Έτσι π.χ. στην Ελλάδα ο Ν. 3917/2011 εξακολούθησε να βρίσκεται σε ισχύ. Με απόφαση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είχε συσταθεί Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή τον Ιούλιο του 2014 με αντικείμενο την κατάργηση/τροποποίηση της εν λόγω νομοθεσίας και την πρόταση περαιτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων με την υποβολή σχεδίου νόμου, αιτιολογικής έκθεσης και έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών των ρυθμίσεων.
Με μία σειρά νεότερων αποφάσεων των εκάστοτε Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ημερομηνία περάτωσης των εργασιών της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής παρατάθηκε έως και τον Σεπτέμβριο του 2018, δηλαδή περισσότερο από 4 χρόνια μετά τη σύσταση της επιτροπής!
Κατόπιν επιστολής μας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας, και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, λάβαμε άμεσα επίσημη απάντηση ότι η εν λόγω Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έχει πλέον αναστείλει τις εργασίες της και δεν έχει ολοκληρώσει έως σήμερα (περισσότερο από 5 έτη μετά τη σύστασή της) το έργο της, ήτοι την υποβολή στον Υπουργό σχεδίου νόμου, αιτιολογικής έκθεσης, και αίτησης αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων!
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι πριν τρία χρόνια, τον Αύγουστο του 2016, το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου είχε υποβάλει αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο ΔΕΕ σχετικά με μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα που αφορούσαν το γεγονός ότι η εθνική μας νομοθεσία που ενσωμάτωσε την οδηγία 2006/24/ΕΚ εξακολουθούσε να ισχύει και να εφαρμόζεται από τα εγχώρια δικαστήρια. Ωστόσο, η υπόθεση εντέλει διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο του ΔΕΕ, μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C‑203/15 και C‑698/15, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου δεν διευκρίνισε μέχρι την ταχθείσα προθεσμία εάν, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης αυτής, επιθυμούσε να εμμείνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του. Επομένως, το ΔΕΕ συνήγε το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου δεν επιθυμεί να εμμείνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, μετά την απόφαση επί των ως άνω συνεκδικασθείσων υποθέσεων.
Η υπόθεση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ αφορά τις εθνικές νομοθεσίες της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά τη κήρυξη της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ ως ανίσχυρης, και ερμηνεύει το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2002/58 (ePrivacy Diriective), όπως αυτή τροποποιήθηκε το 2009.
Το Δεκέμβριο του 2016, με την απόφαση του σε αυτή την υπόθεση, το ΔΕΕ ερμήνευσε το Άρθρο 15, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντιβαίνει προς το Άρθρο 15 εθνική ρύθμιση η οποία, προς τον σκοπό καταπολέμησης του εγκλήματος, προβλέπει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών όλων των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας .
Ωστόσο, το Άρθρο 15 δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος ρυθμίσεως η οποία επιτρέπει, προληπτικώς, τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης, προς τον σκοπό καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η διατήρηση των δεδομένων περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται καθώς και το διάστημα για το οποίο γίνεται δεκτό ότι πραγματοποιείται η διατήρηση.
Επίσης, όπως το ΔΕΕ υπογραμμίζει, η υποχρέωση που επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν τα δεδομένα κινήσεως, προκειμένου οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εγείρει ζητήματα που συνδέονται με τον σεβασμό όχι μόνον των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, αλλά και με τον σεβασμό της ελευθερίας της έκφρασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη.
Ακόμα και αν η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει τη διατήρηση του περιεχομένου της επικοινωνίας και, επομένως, δεν μπορεί να θίξει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων, η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως θα μπορούσε εντούτοις να επηρεάσει τη χρήση των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και, ως εκ τούτου, την άσκηση από τους χρήστες των εν λόγω μέσων της ελευθερίας έκφρασής τους.
Τέλος, το ΔΕΕ τόνισε ότι αντιβαίνει προς το Άρθρο 15 εθνική ρύθμιση η οποία καθορίζει τα σχετικά με την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης και, ιδίως, την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα, χωρίς να περιορίζει την εν λόγω πρόσβαση μόνο στις περιπτώσεις που συνδέονται με την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, χωρίς να προβλέπει ότι η εν λόγω πρόσβαση υπόκειται στον προηγούμενο έλεγχο δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής και χωρίς να επιβάλλει τη διατήρηση των εν λόγω δεδομένων εντός των εδαφικών ορίων της Ένωσης.
Βέβαια, σημαντικό αναφορικά με τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι και το σκεπτικό των αποφάσεων του ΔΕΕ σε άλλες υποθέσεις, όπως η υπόθεση C‑362/14 (Schrems) και η υπόθεση C-207/16 (Ministerio Fiscal), καθώς και το σκεπτικό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε υποθέσεις όπως η Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας και Βig Βrother Watch κ.λπ. κατά Ην. Βασιλείου, οι οποίες βέβαια πλέον έχουν παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Φυσικά, παρελθοντικές αποφάσεις τόσο του ΔΕΕ όσο και του ΕΔΔΑ εξακολουθούν να έχουν βαρύνουσα σημασία για τα ζητήματα που ανακύπτουν.
Σε επίπεδο Ελληνικών Ανωτάτων Δικαστηρίων, ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις αναφορικά με το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελούν η με αριθμό 1593/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Δ΄- Επταμελές) και η με αριθμό 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Σχετικά με τη διάσταση που υπάρχει στη νομολογία αυτών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς την εξαιρετική τοποθέτηση του Πάρεδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Νικολάου Κ. Μαρκόπουλου, στη Βουλή των Ελλήνων στο πλαίσιο της Ημερίδας που διοργάνωσε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) το Μάη του 2018 (30:00 επόμενα). Βέβαια, προτείνουμε την παρακολούθηση και των υπολοίπων τοποθετήσεων της ημερίδας που έχουν αναρτηθεί από το κανάλι της Βουλής.
Αντί επιλόγου
Όργανα και Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε συζητήσεις και συναντήσεις αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία για την διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επίπεδο κρατών μελών. Για παράδειγμα, η Επιτροπή, η Europol, και η Eurojust συμμετέχουν σε συναντήσεις που οργανώνει η Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου της ΕΕ για τη διατήρηση δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Working Party on Telecommunications and Information Society / DAPIX (Friends of Presidency – Data Retention)). Με τη σειρά του το Συμβούλιο της ΕΕ δημοσίευσε στις αρχές Ιουνίου τα συμπεράσματά του επί του θέματος, καλώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε μία σειρά από δράσεις.
Με τη σειρά μας, με τη κοινή ανοιχτή επιστολή που απευθύναμε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητάμε:
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διεξάγει ενδελεχή έρευνα αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένης μίας συστηματικής αξιολόγησης του αντικτύπου στα δικαιώματα του ανθρώπου και μιας συγκριτικής ανάλυσης των περιπτώσεων κατά των οποίων η χρήση των εν λόγω διατάξεων έχει οδηγήσει στην διαλεύκανση σοβαρών εγκλημάτων,
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της ΕΕ να διασφαλίσουν ότι οι συζητήσεις για μία νέα ευρωπαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό δεν θα επηρεάσουν τη γρήγορη υιοθέτηση της προτεινόμενης νομοθεσίας για την προστασία της ιδιωτικότητας στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (ePrivacy Regulation),
-H Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναθέσει στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA) την εκπόνηση λεπτομερούς μελέτης για την σχετική νομοθεσία των κρατών μελών και την συμβατότητα αυτής με τη νομολογία του ΔΕΕ και τις διατάξεις του Χάρτη, και
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει µέτρα κατά των κρατών µελών στα οποία ισχύει νομοθεσία που έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του ΔΕΕ και τις διατάξεις του Χάρτη, µε την κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ενώ τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την προσήλωση σε αυτές τις αρχές. Επομένως, η νομοθεσία στον τομέα της διατήρησης των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με αυτές, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει ορίσει μέσα από τη νομολογία του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πηγή άρθρου: https://www.homodigitalis.gr